καταπραΰνω — καταπραΰνω, καταπράυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπραύνω — καταπραύ̱νω , καταπραύνω soften aor subj act 1st sg καταπραύ̱νω , καταπραύνω soften pres subj act 1st sg καταπραύ̱νω , καταπραύνω soften pres ind act 1st sg καταπρᾱύ̱νω , καταπραύνω soften aor subj act 1st sg καταπρᾱύ̱νω , καταπραύνω soften… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… … Dictionary of Greek
καταπραυνεῖ — καταπραύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπραύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖ , καταπραύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖ , καταπραύνω soften fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραυνούσης — καταπραύνω soften fut part act fem gen sg (attic epic) καταπραῡνούσης , καταπραύνω soften pres part act fem gen sg (attic epic ionic) καταπρᾱυνούσης , καταπραύνω soften fut part act fem gen sg (attic epic) καταπρᾱῡνούσης , καταπραύνω soften… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραῦνον — καταπραύνω soften pres part act masc voc sg καταπραύνω soften pres part act neut nom/voc/acc sg καταπρᾱῦνον , καταπραύνω soften pres part act masc voc sg καταπρᾱῦνον , καταπραύνω soften pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραυνεῖς — καταπραύνω soften fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖς , καταπραύνω soften fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραυνθείη — καταπραύνω soften aor opt pass 3rd sg καταπρᾱυνθείη , καταπραύνω soften aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραυνθέντος — καταπραύνω soften aor part pass masc/neut gen sg καταπρᾱυνθέντος , καταπραύνω soften aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπραυνοῦντας — καταπραύνω soften fut part act masc acc pl (attic epic doric) καταπρᾱυνοῦντας , καταπραύνω soften fut part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)