καταπραΰνω

καταπραΰνω
καταπράυνα, καταπραΰνθηκα, καταπραϋμένος και καταπραϋσμένος, καθησυχάζω, γαληνεύω, ανακουφίζω: Το φάρμακο αυτό του καταπράυνε τους πόνους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπραΰνω — καταπραΰνω, καταπράυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπραύνω — καταπραύ̱νω , καταπραύνω soften aor subj act 1st sg καταπραύ̱νω , καταπραύνω soften pres subj act 1st sg καταπραύ̱νω , καταπραύνω soften pres ind act 1st sg καταπρᾱύ̱νω , καταπραύνω soften aor subj act 1st sg καταπρᾱύ̱νω , καταπραύνω soften… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… …   Dictionary of Greek

  • καταπραυνεῖ — καταπραύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπραύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖ , καταπραύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖ , καταπραύνω soften fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραυνούσης — καταπραύνω soften fut part act fem gen sg (attic epic) καταπραῡνούσης , καταπραύνω soften pres part act fem gen sg (attic epic ionic) καταπρᾱυνούσης , καταπραύνω soften fut part act fem gen sg (attic epic) καταπρᾱῡνούσης , καταπραύνω soften… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραῦνον — καταπραύνω soften pres part act masc voc sg καταπραύνω soften pres part act neut nom/voc/acc sg καταπρᾱῦνον , καταπραύνω soften pres part act masc voc sg καταπρᾱῦνον , καταπραύνω soften pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραυνεῖς — καταπραύνω soften fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖς , καταπραύνω soften fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραυνθείη — καταπραύνω soften aor opt pass 3rd sg καταπρᾱυνθείη , καταπραύνω soften aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραυνθέντος — καταπραύνω soften aor part pass masc/neut gen sg καταπρᾱυνθέντος , καταπραύνω soften aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραυνοῦντας — καταπραύνω soften fut part act masc acc pl (attic epic doric) καταπρᾱυνοῦντας , καταπραύνω soften fut part act masc acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”